- πολύστρεπτος
- -ον, ΜΑπολύ συνεστραμμένος, αυτός που έχει συστραφεί πολλές φορέςμσν.1. αυτός που έχει εντελώς ανατραπεί («ἐξέχεε χθονὶ κέρμα πολυστρέπτοιο τραπέζης», Νόνν.)2. μτφ. ευμετάβλητος, άστατος («τὸ ἄστατον καὶ πολύστρεπτον τῆς θαλάσσης», Ιω. Λυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στρεπτός (< στρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.