πολύστρεπτος

πολύστρεπτος
-ον, ΜΑ
πολύ συνεστραμμένος, αυτός που έχει συστραφεί πολλές φορές
μσν.
1. αυτός που έχει εντελώς ανατραπεί («ἐξέχεε χθονὶ κέρμα πολυστρέπτοιο τραπέζης», Νόνν.)
2. μτφ. ευμετάβλητος, άστατος («τὸ ἄστατον καὶ πολύστρεπτον τῆς θαλάσσης», Ιω. Λυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στρεπτός (< στρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύστρεπτος — much twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρέπτοιο — πολύστρεπτος much twisted masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρέπτοισι — πολύστρεπτος much twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρέπτοισιν — πολύστρεπτος much twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρέπτου — πολύστρεπτος much twisted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρέπτῳ — πολύστρεπτος much twisted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστρεβλος — ον, Α 1. πολύ στρεβλός, πολύστρεπτος* 2. μτφ. αυτός που είναι δόλιος, πανούργος σε μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρεβλός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”